ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Εργασία του Γιώργου Τακματζίδη, Β4
Η
οικογενειακή ζωή στο Βυζάντιο
Ο νόμος δεν
επέτρεπε να παντρεύονται τα κορίτσια κάτω από δώδεκα χρονών και τα αγόρια κάτω
από δεκατέσσερα. Πριν από το γάμο τελούνταν οι αρραβώνες και υπογραφόταν
συμβόλαιο που καθόριζε την προίκα της νύφης και τα δώρα του γαμπρού. Μετά την
τέλεση του μυστηρίου, οι συγγενείς και φίλοι πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού,
όπου ακολουθούσε το γλέντι του γάμου. Το κράτος, παρά τα λόγια της εκκλησίας, επέτρεπε το διαζύγιο, εφόσον συμφωνούσαν
και τα δύο μέρη. Οι γυναίκες δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες
και η συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή ήταν περιορισμένη. Αν και γενικότερα
έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο στα κοινά, πολλές φορές κυριαρχούσαν στην
οικογενειακή ζωή. Όφειλαν να σκεπάζουν το πρόσωπο τους, όταν έβγαιναν έξω, και
δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε δημόσιες τελετές. Οι πλούσιες γυναίκες
συνοδεύονταν από ένα δούλο κατά τις εξόδους τους. Ωστόσο, παρά τους περιορισμούς, οι γυναίκες μετά τον 11ο αιώνα,
μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος στα κοινά και είχαν πρόσβαση στην παιδεία.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις εποχές,
η γέννηση ενός παιδιού ήταν οπωσδήποτε ένα ευχάριστο γεγονός. Για να το
ξεχωρίζουν από τα άλλα παιδιά πρόσθεταν το όνομα του πατέρα του σε πτώση
γενική, αργότερα όμως καθιερώθηκε και το επώνυμο, αρχικά στις αριστοκρατικές
οικογένειες, όπως ήταν οι Κομνηνοί και οι
Παλαιολόγοι. Η οικογένεια φρόντιζε το παιδί και η μητέρα του το καθησύχαζε με
παραμύθια ή με αφηγήσεις από την Αγία Γραφή, όπως για την παιδική ηλικία του
Ισαάκ και του Ιακώβ. Η βυζαντινή νομοθεσία αντιμετώπιζε το παιδί, όπως και η
μητέρα του, με μεγάλη συμπάθεια. Το παιδί, αφού περνούσε τα πρώτα χρόνια της
ζωής του κοντά στην οικογένειά του, άρχιζε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στο
σχολείο.
Στο Βυζάντιο υπήρχαν
δυο κύκλοι σπουδών ο πρώτος ήταν του γραμματιστή και ο δεύτερος του γραμματικού.
Στον πρώτο κύκλο φοιτούσαν τα παιδιά άνω τον 7 χρονών και ο δεύτερος ξεκινούσε
στα 12 χρονών. Τα παιδιά μάθαιναν σταδιακά ανάγνωση, γραφή, γραμματική,
ρητορική και φιλοσοφία, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Μεταξύ
άλλων διδάσκονταν τον Όμηρο, κλασικούς και μεταγενέστερους συγγραφείς. Το σχολείο
δεν ήταν δωρεάν, τα δίδακτρα τα πλήρωνε η οικογένεια του παιδιού. Για τα ορφανά
όμως τα δίδακτρα τα πλήρωνε το κράτος. Εκτός από τα κοσμικά σχολεία
λειτουργούσαν και τα εκκλησιαστικά. Μόλις το
παιδί τελείωνε τους δυο κύκλους, αν είχε
την οικονομική δυνατότητα η οικογένεια του παιδιού, τότε θα μπορούσε να
συνεχίσει στο πανεπιστήμιο
Η θέση της
γυναίκας στο εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζάντιου
Έτσι όπως ήταν
διαμορφωμένο στο Βυζάντιο το οικονομικό σύστημα επέτρεπε στα κοινωνικά ήθη, σε
κάποιο βαθμό, την πολυτέλεια να απαγορεύουν στη γυναίκα την εργασία έξω από το
σπίτι της, ειδικά στις κοπέλες που ήταν άγαμες και δεν έπρεπε να τις βλέπει
ούτε ο ήλιος. Όμως, πολύ συχνά, η κοινωνική ηθική συμβαίνει να υποκύπτει στον
οικονομικό καταναγκασμό και όσα απαγορεύονται και επίσημα ως ένα σημείο,
επιτρέπονται σιωπηρά από το σημείο αυτό και πέρα. Έτσι η φτώχεια υποχρέωνε
πολλές γυναίκες να υπακούν στο νόμο της επιβίωσης παρά στον κοινωνικό νόμο και
να βγαίνουν στην αγορά για να βγάλουν το ψωμί τους, ασκώντας τα επαγγέλματα της
βιοτέχνισσας πουλώντας έργα φτιαγμένα από τα χέρια τους, της υφάντριας κ.ά.
Ένα επάγγελμα
περιφρονημένο και κοινωνικά απαράδεκτο ήταν της θεατρίνας, που έφτασε να
θεωρείται περίπου συνώνυμο της πόρνης. Ασκώντας τέτοιου είδους επαγγέλματα για
να ζήσουν, οι γυναίκες του Βυζαντίου ήταν νομοθετικά αποκλεισμένες από άλλα
σοβαρότερα και αξιολογότερα επαγγέλματα.
Μια γυναίκα δεν
μπορούσε να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα, ούτε να γίνει δικαστής ή δικηγόρος.
Σύμφωνα με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, το να καθίσει μια έγγαμη γυναίκα και να
γευματίσει με τη συντροφιά τρίτων αντρών θεωρούνταν λόγος διαζυγίου. Ακόμη και
στα οικογενειακά γεύματα ή δείπνα, γυναίκες και άντρες κάθονταν σε χωριστά
τραπέζια. Μέσα στο σπίτι δουλειές των γυναικών ήταν η ύφανση στον αργαλειό, το
πλύσιμο των ρούχων, το άλεσμα του σιταριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το μαγείρεμα,
και φυσικά, η γενική συντήρηση και καθαριότητα του σπιτιού. Στα σπίτια των
πατρικίων, αλλά και πολλών αστών, υπήρχαν οι υπηρέτριες (ελεύθερες φτωχές
κοπέλες, που αναγκάζονταν να δουλέψουν σε τρίτους για να ζήσουν). Τις έλεγαν μισθαρνίσσας
ή μισθωτρίας και κατοικούσαν στο σπίτι του αφεντικού με ένα
μικρό μηνιαίο μισθό ή με διατροφή και ρουχισμό. Οι όροι καθορίζονταν με ειδικό
συμβόλαιο, «το δουλευτικόν». Οι γυναίκες έβγαιναν σπάνια από το σπίτι,
είτε για την εκκλησία, είτε για ψώνια και τότε έπρεπε να είναι ντυμένες με απλά
φορέματα και με το κεφάλι σκεπασμένο, ώστε να μην «προκαλούν», έστω και με την
απλή θέα τους, τους άρρενες διαβάτες. Όλα αυτά, ωστόσο, τα κοινωνικά «νόμιμα»,
φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις παραβιάζονταν και μάλιστα από γυναίκες που
έφταναν να μετατρέπουν τις εκκλησίες σε τόπους ερωτικών συναντήσεων με το
πρόσχημα της εκτέλεσης θρησκευτικών καθηκόντων.
Έχει καλυτερέψει η ζωή της γυναίκας σήμερα.
Οι γυναίκες σήμερα μπορούν να
κάνουν σχεδόν οτιδήποτε θέλουν, μπορούν να ασκήσουν οποιοδήποτε επάγγελμα
θέλουν, μπορούν να βγαίνουν οπότε θέλουν και γενικά έχουν γίνει ίσες με τους άντρες.
Οι γυναίκες έχουν κατακτήσει τα δικαιώματα που τους ανήκουν και έχουν γίνει
ίσες με τους άντρες