28 Νοεμβρίου 2024
Περίπατος και
ξενάγηση στην Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης
Άνω Πόλη
Η Άνω Πόλη (παλαιότερα
ονομαζόταν Μπαϊρι), ξεκινά από την περιοχή πάνω από την οδό Αγίου Δημητρίου,
την Ολυμπιάδος και φτάνει ως την Ακρόπολη και το Επταπύργιο. Από τα πρώτα
χρόνια κατοίκησής της, τον 4ο και 5ο αι., όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι
χριστιανοί, διατηρεί τη μορφή και τη ρυμοτομία - στενά λιθόστρωτα δρομάκια, γραφικά
μονώροφα και διώροφα σπίτια – εκείνης της εποχής.
Τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης έχουν σήμερα μήκος
περίπου 4 χιλιόμετρα, αλλά η
αρχική περίμετρος που κάλυπταν ήταν 8 χιλιόμετρα και
το ύψος τους ήταν 10-12 μέτρα. Το
τείχος για πολλούς αιώνες περιέβαλλε την πόλη, φτάνοντας μέχρι τη θάλασσα. Στη βορειοανατολική πλευρά, φτάνουν μέχρι την ακρόπολη, μέσα στην οποία
βρίσκεται και το αμυντικό σύμπλεγμα του Επταπυργίου. Το Επταπύργιο (στα
τουρκικά Γεντί Κουλέ) λειτουργούσε ως φυλακές (ανδρικές, γυναικείες και
στρατιωτικές) από το 1890 ως το 1989.
Η πρώτη οχύρωση
της νεόκτιστης πόλης του Κασσάνδρου ξεκινά από τον 3ο αιώνα π.Χ. Η ρωμαϊκή
κατάκτηση (167 π.Χ.) έκανε τα τείχη περιττά. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. χτίσθηκαν
οχυρώσεις για την προστασία της πόλης από
τους Γότθους με υλικά από προηγούμενα οικοδομήματα. Το ρωμαϊκό τείχος ήταν μονό,
πλάτους 1,65 μ., με τετράγωνους πύργους. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης (Λεωφόρος
ή Μέση) εκτεινόταν από την Χρυσή Πύλη στα δυτικά (πλατεία Βαρδαρίου) ως την Κασσανδρεωτική
Πύλη στα ανατολικά. Το νότιο τείχος εκτεινόταν κατά τι νοτιότερα της σημερινής
οδού Τσιμισκή. Στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Γαλέριος και ο Μέγας Κωνσταντίνος ενισχύουν
τα τείχη. Στο τέλος του 4ου αιώνα ανεγείρεται δεύτερο τείχος εξωτερικά του
προηγουμένου με τριγωνικές προεξοχές. Το σημερινό
σωζόμενο τείχος χτίστηκε από το τέλος του 4ου ως τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ ένα
επόμενο πρόγραμμα βελτίωσης υλοποιείται τον 7ο αιώνα επί Ηρακλείου για την άμυνα της πόλης κατά των Αβάρων και των Σλάβων.
Το 904 η πόλη
καταλαμβάνεται από τους Σαρακηνούς,
γεγονός που προκαλεί την ενίσχυση των θαλασσίων τειχών μετά την αποχώρηση αυτών.
Το 1355 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα επιδιόρθωσε ένα μέρος των
τειχών δημιουργώντας δύο πύλες. Στην μία εξ αυτών υπάρχει η εξής επιγραφή: "Ανηγέρθη η παρούσα
πύλη ορισμώ της κραταιάς και αγίας ημών κυρίας και Δεσποίνης κυράς Άννης
της Παλαιολογίνης υπηρετήσαντος καστροφύλακος Ιωάννου
Χαμαετού του κοιαίστορος
τω στωξδ΄ έτει ινδικτιώνι θ΄. Η
επιγραφή στην βόρεια πλευρά μας πληροφορεί ότι: Σθένει
Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου ήγειρε τον δε πύργον, αυτώ
τειχίω Γεώργιος Δουξ Απόκαυκος εκ
βάθρων. Σθένει Μανουήλ
του Κρατίστου".
Το1430 η πόλη αλώθηκε από τους Οθωμανούς, οι οποίοι επίσης συνέβαλαν στη συντήρηση και επέκταση των τειχών και έμειναν στη Θεσσαλονίκη ως το 1912.
Το 1874 κατεδαφίσθηκε το θαλάσσιο τείχος κι ένα μέρος του ανατολικού τείχους επειδή θεωρήθηκε ότι εμπόδιζαν την ανάπτυξη της πόλης. Σήμερα τα Βυζαντινά Τείχη αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Μονή Βλατάδων ή Βλαττάδων ή Βλατταίων
Η Μονή Βλατάδων ή Βλαττάδων ή Βλατταίων βρίσκεται 80 περίπου μέτρα από τα τείχη του Επταπυργίου. Είναι το μοναδικό μοναστήρι που ιδρύθηκε κατά τα μέσα του 14ου αιώνα, στη βυζαντινή περίοδο και εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα, σε χώρο που πιθανώς να φιλοξενούσε παλαιότερο ναό, από τους αδελφούς Δωρόθεο και Μάρκο Βλαττή.
Ως κτητόρισσα της Μονής φέρεται η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα, η οποία είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη το 1351. Από το 1387, με την πρώτη κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, μετατράπηκε σε τζαμί. Μετά τη δεύτερη άλωση της πόλης το 1430 από τους Οθωμανούς αφέθηκε να λειτουργεί κανονικά ως μονή και την περίοδο αυτή αποκαλούνταν Τσαούς Μοναστήρι. Μάλιστα γνώρισε μεγάλη ακμή καθώς της έδωσαν κάποια προνόμια, που επικυρώθηκαν με φιρμάνι του Μωάμεθ Β΄ το 1446. Σύμφωνα με παράδοση του 16ου αιώνα, η προνομιακή αυτή μεταχείριση οφειλόταν στη βοήθεια που είχαν προσφέρει οι μοναχοί της στους Τούρκους για την άλωση της πόλεως. Το 1801 ανακαινίσθηκε το καθολικό της μονής, αλλά το 1870 μια πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος της, συμπεριλαμβανόμενης και της βιβλιοθήκης. Οι ζημιές επισκευάσθηκαν με έξοδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σήμερα η Μονή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κοντά στο καθολικό της Μονής, υπάρχει θολωτό παρεκκλήσιο του 14ου αιώνα με τοιχογραφίες της εποχής των Παλαιολόγων. Σύμφωνα με τοπική παράδοση η Μονή είναι κτισμένη στον τόπο όπου κήρυττε ή διέμενε ο Απόστολος Παύλος κατά τη διαμονή του στην πόλη.
Ιερός
Ναός Οσίου Δαυίδ (Μονή Λατόμου)
Ο ιερός
Ναός Οσίου Δαυίδ (Μονή Λατόμου) είναι κτισμένος τον 5ο αιώνα ως καθολικό
της Μονής του Σωτήρος Χριστού του Λατόμου, και βρίσκεται κοντά στη Μονή
Βλατάδων. Η μονή Λατόμου αποτελεί σημαντικότατο μνημείο, λόγω του μοναδικού παλαιοχριστιανικού ψηφιδωτού διάκοσμου και των
βυζαντινών τοιχογραφιών που κοσμούν τον ναό. Στο ψηφιδωτό απεικονίζεται το
όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ με αγένειο τον Χριστό, περιβαλλόμενο από ουράνιες
δυνάμεις και προφήτες
Με την άλωση της Θεσσαλονίκης, το 1430, μετατράπηκε σε τζαμί και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν επανήλθε στη χριστιανική λατρεία, του αποδόθηκε επίσης η ονομασία Όσιος Δαβίδ, για να τιμηθεί ο σημαντικός ασκητής άγιος της Θεσσαλονίκης. Η προσωνυμία του «Λατόμου» οφείλεται στα λατομεία που υπήρχαν στην περιοχή.
Αγιολογική μαρτυρία παραδίδει ότι το μνημείο χτίστηκε από την Θεοδώρα, την κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, διώκτη των χριστιανών. Η Θεοδώρα ασπάστηκε κρυφά τον χριστιανισμό και ζήτησε από τον πατέρα της να της κτίσει μια οικία με λουτρό. Η ίδια όμως αντί για λουτρό έχτισε ναό. Την κόγχη του ναού τη διακόσμησε με ψηφιδωτό, το οποίο κάλυψε με δέρμα βοδιού και σοβά, για να μην προδοθεί. Το ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε στη διάρκεια ενός σεισμού, όταν κατέπεσε το κονίαμα και το δέρμα.
Ναός
του Αγίου Δημητρίου
Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου είναι πεντάκλιτη βασιλική του «ελληνιστικού τύπου», αλλά με πολλά ιδιαίτερα και σπάνια χαρακτηριστικά. Διαθέτει εγκάρσιο κλίτος και πλούσιο ζωγραφικό και μαρμάρινο διάκοσμο με περίτεχνα κιονόκρανα. Μετά το 313 μ.Χ. (Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας) ιδρύθηκε το πρώτο προσευχητάριο στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου, τον 5ο αι. μία τρίκλιτη βασιλική που κάηκε τον 7ο αιώνα και στη θέση της χτίστηκε η πεντάκλιτη βασιλική. Το 1917 κάηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και αναστηλώθηκε μέχρι το 1948, διατηρώντας αρκετά από τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, χάρη στον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, που είχε κρατήσει σημειώσεις, σχέδια και φωτογραφίες, με τη συνεργασία των Γ. Σωτηρίου, E. Hebrard, Α. Ορλάνδου, Α. Ξυγγόπουλου, Σ. Πελεκανίδη,
Το 904 ο ναός λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς. Το 1185, κατά την άλωση της πόλης από τους Νορμανδούς, αφαίρεσαν το σκήνωμα του Αγίου Δημητρίου, το οποίο βρέθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου, στη Βόρεια Ιταλία. Η κάρα και μέρος των λειψάνων του Αγίου επιστράφηκαν το 1978. Το 13ο αιώνα ο ναός επισκευάστηκε και ανακαινίστηκε. Το 1492-93 ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Κασιμιέ Τζαμί. Τότε η λατρεία του Αγίου άλλαξε τόπο. Επί Βαλή Δεούφ Πασά έγιναν επισκευές στο ναό και τότε αποκαλύφθηκαν τα μωσαϊκά του. Αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία το 1912. Το 1988 ο ναός ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO. Από το 1988 η κρύπτη του ναού λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος (μουσειακή έκθεση), όπου εκτίθενται συλλογή γλυπτών, κιονόκρανων, θωρακίων και αγγείων από τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του ναού του Αγίου Δημητρίου.
Τα κείμενα επιμελήθηκαν οι μαθήτριες του Β4,
Σαχπεκίδου Δήμητρα,
Τσαβδάρη Έλλη και
Ψωμαδοπούλου Νεφέλη